- εμμετεωρίζομαι
- ἐμμετεωρίζομαι (Α)αιωρούμαι σε ύψος, στον αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμμετεωρισθείη — ἐμμετεωρίζομαι to be carried aloft aor opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμετεωρίζεσθαι — ἐμμετεωρίζομαι to be carried aloft pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)